- καληώρα
- 1. επιφ. χαιρετισμού, που εκφράζει ευχή να έρθουν καλά τα πράγματα.2. επίρρ. τροπ., όπως: Eίναι παντρεμένοι τριάντα χρόνια, καληώρα σαν τους γονείς μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.